- ἐπιχάραγμα
- ἐπιχάραγμα [χᾰ], ατος, τό,A impression on a coin, Hsch.s.v. γλαῦκες Λαυριωτικαί.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιχάραγμα — ἐπιχάραγμα, τὸ (Α) παράσταση χαραγμένη πάνω σε νόμισμα … Dictionary of Greek